- ισάδελφος
- ος , ον братский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἰσάδελφος — like a brother masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισάδελφος — ο (Α ἰσάδελφος, ον) 1. ίσος με αδελφό, αυτός που θεωρείται ή αγαπιέται σαν αδελφός 2. αδελφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἀδελφός] … Dictionary of Greek
ἰσαδέλφῳ — ἰσάδελφος like a brother masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισαδελφία — η [ισάδελφος] η ιδιότητα και η κατάσταση τών ισαδέλφων, το να αγαπά κανείς κάποιον σαν αδελφό … Dictionary of Greek